- σπασμός
- ο, ΝΜΑ [σπάω / σπῶ]1. βίαια σύσπαση ενός ή πολλών μυών2. καθεμία από τις συσπάσεις κατά την κρίση επιληψίαςνεοελλ.1. ιατρ. ακούσια συστολή μεμονωμένων μυών ή ολόκληρων μυικών ομάδων που μπορεί να είναι συνεχής, διακεκομμένη ή εναλλάξ συνεχής και διακεκομμένη2. φρ. α) «σπασμός τών συγγραφέων» — ανικανότητα χρησιμοποίησης γραφικού οργάνου λόγω σπασμού, τρόμου, νευραλγίας ή χαλάρωσης τών μυών τού άκρου χεριούβ) «κλονικός σπασμός» — διακεκομμένος σπασμόςγ) «τονικός σπασμός» — συνεχής και παρατεταμένος σπασμόςαρχ.1. έντονη στύση τού πέους, πριαπισμός2. βίαιη, ταραχώδης κίνηση («σεισμόν τε τῆς γῆς καὶ σπασμὸν... τῆς θαλάσσης», Πλούτ.)3. ανάσπαση, εξέλκυση («μαχαιρῶν σπασμούς», ΠΔ)4. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ παλίρροια καὶ τὸ πάθος».
Dictionary of Greek. 2013.